Μία ομογενής από την Νέα Υόρκη σώθηκε με την οικογένειά της μέσα από τις φλόγες

Η Νιόβη Χριστοπούλου, ομογενής από τη Νέα Υόρκη, μόνιμος κάτοικος Ματιού τα ελληνικά καλοκαίρια, μιλά στον «Νέο Κόσμο» για το… «όνειρο που χάθηκε»

Αθήνα.- Ο πανικός είναι δύσκολο να περιγραφεί με λόγια, όπως εξίσου δύσκολο είναι να ζητάς από κάποιον άνθρωπο που βρέθηκε μαζί με την οικογένειά του στο κατώφλι του Κάτω Κόσμου να σου διηγηθεί τι έζησε και πώς κατάφερε, χάρη σε μία άγνωστη κοπέλα, να ζήσει, τη στιγμή μάλιστα που οι φλόγες κατάπιναν τα πάντα γύρω της.

Η Νιόβη Χριστοπούλου, όμως, είχε το κουράγιο να μας διηγηθεί αυτά που έζησε. Μόνιμη κάτοικος Νέας Υόρκης είναι η Νιόβη. Τα ελληνικά καλοκαίρια, όμως, γίνεται μόνιμος κάτοικος Ματιού. Οι γονείς της ζουν εκεί. Όπως πολλά άλλα καλοκαίρια έτσι και το φετινό, η Νιόβη επέστρεψε στο Μάτι με τα δύο ανήλικα παιδιά της για να χαρεί τους γονείς της και αυτοί να χαρούν το παιδί τους και τα εγγονάκια τους.

Ήταν 5.30 το απόγευμα και Δευτέρα, 23 του Ιούλη όταν…

«Νωρίτερα γύρω στις 5 το απόγευμα βγήκα να πάρω έναν καφέ από τον φούρνο ‘Άρτιον’ που λίγο αργότερα κάηκε. Επικρατούσε απόλυτη ηρεμία και κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Η ατμόσφαιρα ήταν κάπως θολή. Επέστρεψα στο σπίτι. Ήμασταν λοιπόν στο σπίτι με το μωρό μου, τον 5χρονο γιο μου και τους ηλικιωμένους γονείς μου. Νωρίτερα δεν είχαμε αντιληφθεί την πυρκαγιά, δεν μύριζε έντονα. Κλείσαμε τα πατζούρια και βάλαμε το κλιματιστικό λόγω καύσωνα οπότε δεν είχαμε αντιληφθεί τις συνθήκες. Βλέπαμε την πυρκαγιά στην Κινέττα από την τηλεόραση αλλά δεν μιλούσε κανένας για πυρκαγιά στο Νέο Βουτζά. Γύρω στις 5.30 έφερε το σχολικό τον γιο μου από το summer camp αλλά ούτε ο οδηγός είχε αντιληφθεί κάτι ιδιαίτερο. Σε 10 λεπτά βγήκα πάλι στην αυλή. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ θολή και ο ήλιος κόκκινος σαν αίμα. Τότε είπα στους δικούς μου ότι έπρεπε να φύγουμε, προληπτικά μιας και ακόμα δεν είχε φανεί πόσο κοντά μας ήταν η πυρκαγιά. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Μέχρι να συντονισθούμε, έπεσε το ρεύμα. Άρχισα να πανικοβάλλομαι δεν μπορούσα να ανοίξω την εξώπορτα λόγω διακοπής ρεύματος, ευτυχώς η πόρτα ξεκλείδωνε.

Με το που βγήκαμε από το σπίτι, μέχρι να δέσω το μωρό στο καροτσάκι για να πάρω το αυτοκίνητο, η φωτιά ήταν πλέον στο πίσω οικόπεδο απέναντι – δεν πρόλαβα ούτε να κάτσω στο τιμόνι. Άρπαξα και τα δύο παιδιά στο πίσω κάθισμα, η μητέρα μου κάθισε μπροστά και ο ηλικιωμένος πατέρας μου πήρε το αμάξι. Αν δεν φεύγαμε άμεσα θα μας προλάβαινε η φωτιά. Κατεβαίνοντας την οδό Κοίμησης Θεοτόκου (τον δρόμο μας), είδα τους παράλληλους δρόμους να καίγονται. Νεκρική σιγή παντού γύρω μας. Μόνο φλόγες. Πριν βγούμε στην παραλιακή, την Ποσειδώνος, όμως, όλα άλλαξαν, παντού κόσμος, όλοι πανικόβλητοι. Μου έκανε εντύπωση η αντίθεση. Καμία ειδοποίηση, ούτε κόρνες ούτε καμπάνες ή κάτι, τέλος πάντων, για να εκκενώσουμε τα σπίτια μας. Τίποτα απολύτως. Στην παραλιακή, αντίθετα, πανικός. Αρχικά, κατευθυνόμασταν προς Ραφήνα όπου αναμφισβήτητα θα καιγόμασταν μαζί με τους υπόλοιπους.

Μία κοπέλα, καλή της ώρα, μέσα από το αυτοκίνητό της μας ούρλιαξε να μην πάμε προς Ραφήνα γιατί ήταν τελείως μπλοκαρισμένος ο δρόμος. Μπορέσαμε και κάναμε αναστροφή μπροστά από το ξενοδοχείο Μάτι και φύγαμε προς Ν. Μάκρη. Γι’ αυτό γλιτώσαμε».

ΣΟΚ, ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Το να φεύγεις μακριά από τον κίνδυνο σίγουρα προκαλεί ανακούφιση. Υπάρχει, όμως, πάντα μία βαθιά λύπη που ελλοχεύει κάτω από αυτήν την ανακούφιση, ιδιαίτερα όταν μαθαίνεις ότι εσύ γλίτωσες αλλά κάποιοι άλλοι συντοπίτες σου όχι. Συναισθήματα και σκέψεις, μπερδεύονται από εικόνες που θυμίζουν κόλαση.

«Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα πάθει σοκ. Πάμπολλες φορές είχε πιάσει φωτιά ο Νέος Βουτζάς και η Πεντέλη αλλά το Μάτι δεν είχε απειληθεί ποτέ. Ίσως και λόγω της φυσικής προστασίας της λεωφόρου Μαραθώνος.

Το Μάτι ήταν ένας παράδεισος, μια κοινότητα οικογενειακή που θύμιζε παλιά καλή Ελλάδα. Οι γείτονες γνωρίζονταν μεταξύ τους, τα σπίτια περνούσαν από γενιά σε γενιά μαζί με τις αναμνήσεις ανέμελων καλοκαιριών με παππούδες και φίλους, θερινό σινεμά, μπάνια και βόλτες.

Ο παράδεισος είχε πλέον χαθεί. Ήταν πλέον ο τόπος όπου συνέβη μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της σύγχρονης Ελλάδας. Τοξική ατμόσφαιρα παντού, με υψηλή θερμοκρασία, μαυρίλα, στάχτη. Μια εμπόλεμη ζώνη με απανθρακωμένα αυτοκίνητα και φωτιές να αχνίζουν. Ένιωσα απίστευτο πόνο, άρνηση, οργή… απώλεια. Δεν μπορώ να το πιστέψω ούτε να το δεχθώ».

ΜΟΙΡΑΙΑ ΛΑΘΗ ΠΟΥ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΣΩΣΕΙ ΤΙΣ ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΖΩΕΣ

Μια σειρά τραγικών λαθών, έλλειψη οργάνωσης, άστοχες αποφάσεις και κινήσεις πανικού στάθηκαν η αιτία να πεθάνουν δεκάδες άνθρωποι στο Μάτι. Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, δέκα μέρες μετά είναι σε πλήρη εξέλιξη. Τα όσα αναφέρει παρακάτω η Νιόβη απλώς επιβεβαιώνουν την εγκληματική αδιαφορία της Πολιτείας.

«Ο κόσμος είναι οργισμένος με την κρατική μηχανή και την κυβέρνηση. Και έχει δίκιο σε πολλά επίπεδα. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια εκκένωσης, καμία – το βίωσα αυτό. Επίσης, έκλεισαν την Μαραθώνος και ο κόσμος εγκλωβίστηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι όπου θα είχε εγκλωβιστεί και η δική μου οικογένεια. Πολλά μοιραία λάθη που με ελάχιστη προσπάθεια θα είχαν σώσει τις πιο πολλές ζωές. Έγκαιρη εκκένωση και μια ρύθμιση της κυκλοφορίας θα είχαν ελαχιστοποιήσει τα θύματα. Με εξόργισε η στάση των ιθυνόντων σε επικοινωνιακό επίπεδο. Αλαζονική και αδιάφορη.

Η πυρκαγιά αυτή ήταν σχετικά μικρού μεγέθους. Οι κατασκηνώσεις στον Άγιο Ανδρέα εκκένωσαν εκατοντάδες παιδάκια με ψυχραιμία χωρίς ούτε μια γρατζουνιά.

Το είδα με τα μάτια μου όπως διαφεύγαμε προς τον Άγιο Ανδρέα. Υποδειγματική ψυχραιμία και οργάνωση. Όμως, όπως διάβασα αργότερα, η εντολή εκκένωσης είχε δοθεί από τον Δήμο Αθηναίων, στον οποίο υπόκεινται, από τις 5μμ.

Ως ομογενής γνωρίζω πόσο αγαπούν οι Έλληνες της διασποράς την Ελλάδα μας και πόσο καταλαβαίνουν τον πόνο για τους ανθρώπους που χάθηκαν.

Για μένα, χάθηκε το όνειρο, το μέρος όπου προσδοκούσα να επιστρέφω με τα παιδιά μου κάθε καλοκαίρι για να τους μεταλάβω τη φυσική ομορφιά της Ελλάδας, τις αξίες μας, την οικογενειακή ζωή, τη φύση.

Στο Μάτι ο γιος μου έμαθε να συλλέγει κουκούλια από τζίτζικες. Ένα Αμερικανάκι από τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, αγάπησε και ξεθάρρεψε μέσα στη φύση της Ανατολικής Αττικής – που, δυστυχώς, καταστράφηκε.

Έχασα την Ιθάκη μου, αλλά τόσοι άλλοι έχασαν ζωές που δεν θα επιστρέψουν πια. Όλα τα άλλα θα τα ξαναφτιάξουμε και μακάρι να συνδράμει και η ομογένεια – μην εγκαταλείψουμε το Μάτι. Οι ζωές, όμως, δυστυχώς χάθηκαν από εγκληματική αμέλεια».

 

Πηγή:neoskosmos.com