Το Μακεδονικό ξανά στο προσκήνιο, φέρνει ενδοκυβερνητικές αναταράξεις

Αθήνα.- Οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου ότι η επιμονή αξιωματούχων της ΠΔΓΜ στη χρήση του επιθέτου «μακεδονικός» και στον αυτοπροσδιορισμό τους ως «Μακεδόνων» εξοργίζει τον ελληνικό λαό και ότι «οι Σκοπιανοί αξιωματούχοι, ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους και ο υπουργός Εξωτερικών, με προκλητικές δηλώσεις κατά της Ελλάδας δυναμιτίζουν οποιαδήποτε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης», επανέφεραν στο προσκήνιο τις αντιπαραθέσεις γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών και εντός της κυβέρνησης.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Πάνος Καμμένος προχώρησε και ένα βήμα παραπέρα, αφού έσπευσε να δηλώσει ότι «ο ελληνικός λαός θα έχει τον τελικό λόγο, ανεξάρτητα από το δημοψήφισμα και τις συνταγματικές αλλαγές στα Σκόπια».

Αυτό, όμως, έρχεται σε αντίθεση με την ρητή θέση της κυβέρνησης, αλλά και της συμφωνίας των Πρεσπών για έγκριση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή χωρίς κάποιου άλλου τύπου καταφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες συμμόρφωσης της ΠΓΔΜ με τις προβλέψεις της.

Το εάν αυτό το «φραστικό αντάρτικο» σημαίνει μια πραγματική επιλογή του Πάνου Καμμένου να ανοίξει μέτωπο αντιπαράθεσης με την υπόλοιπη κυβέρνηση Τσίπρα ή εάν απλώς είναι μια προσπάθεια να ανασυγκροτήσει τον σε αποδιάρθρωση πολιτικό χώρο του (πρόσφατος ο ορυμαγδός αρνητικών μηνυμάτων κάτω από την ανάρτησή στο Facebook), είναι κάτι που θα φανεί.

Το σίγουρο είναι ότι ο Μακεδονικό επιστρέφει στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης.

Ενισχύεται το «ναι» στην ΠΓΔΜ

Την ίδια στιγμή οι δημοσκοπήσεις στην ΠΓΔΜ δείχνουν ότι το «ναι» ενισχύεται και είναι πιθανό να υπάρξει καθαρή νίκη στο δημοψήφισμα της 30ης Σεπτεμβρίου.

Σε αυτό συντελεί η σαφής τοποθέτηση του διεθνούς παράγοντα, που θα ήθελε να δει να έχει θετική κατάληξη η όλη διαπραγμάτευση, αλλά και η υποστήριξη από αρκετές άλλες χώρες της περιοχής.

Σε συνάντηση στις 21 Αυγούστου με τον υπουργό Εξωτερικών της ΠΓΔΜ Νικόλα Ντιμιτρόφ, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του για την ιστορική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ και την ελπίδα του ότι η τελευταία θα γίνει το 30ο μέλος του ΝΑΤΟ.

Στα Βαλκάνια, πέραν της Τουρκίας που έχει τοποθετηθεί θετικά υπέρ της εξεύρεσης λύσης στις διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ και ο Αλβανός πρόεδρος Ιλίρ Μέτα όχι μόνο στήριξε το «ναι» αλλά και κάλεσε τους Αλβανούς της ΠΓΔΜ να συμμετάσχουν μαζικά στο δημοψήφισμα.

«Πιστεύω και ταυτόχρονα κάνω έκκληση σε όλους τους Αλβανούς στη Μακεδονία να συμμετάσχουν στο δημοψήφισμα στις 30 Σεπτεμβρίου και να ψηφίσουν υπέρ της συμφωνίας που θα ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο όχι μόνο για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, αλλά και για το μέλλον κι αυτής της χώρας», τόνισε ο Αλβανός πρόεδρος που υπογράμμισε ότι υποστηρίζει το διάλογο ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ θεωρώντας ότι αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος για να μπει η ΠΓΔΜ στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Η δήλωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία μια που η μαζική συμμετοχή και υπερψήφιση του «ναι» από τους Αλβανούς στην ΠΓΔΜ μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικής σημασίας για να μπορέσει το δημοψήφισμα να έχει αποτέλεσμα υπέρ της συμφωνίας.

Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση στην ΠΓΔΜ και κυρίως το VMRO ταλαντεύεται ως προς την τακτική που θα ακολουθήσει στο δημοψήφισμα, αν δηλαδή θα συμμετάσχει ψηφίζοντας «όχι» ή εάν θα καλέσει σε μποϊκοτάζ του. Αυτή η ταλάντευση έχει αποτυπωθεί και στο εάν θα δεχτούν να πάρουν τα χρήματα που προβλέπονται από την εκλογική νομοθεσία για να κάνουν καμπάνια υπέρ της καταψήφισης της συμφωνίας.

Αντιρρήσεις διανοουμένων

Εντύπωσε προκάλεσε πάντως η δημοσιοποίηση κειμένου που υπογράφουν δεκάδες διανοούμενοι από την ΠΓΔΜ και το εξωτερικό που τοποθετείται κατά της συμφωνίας.

Ανάμεσα στις υπογραφές προσωπικοτήτων του εξωτερικού ξεχωρίζουν αυτές του διάσημου τσέχου λογοτέχνη Μίλαν Κούντερα, του αμερικανού διεθνολόγου Ρίτσαρντ Φολκ, του βρετανού συγγραφέα Τζέιμς Πέτιφερ και του βραζιλιάνου δημοσιογράφου και αναλυτή Πέπε Εσκομπάρ.

Το κείμενο υποστηρίζει ότι «η συμφωνία δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες ούτε της Μακεδονίας ούτε της Ελλάδας» και ότι «δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αρχές».

Οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ακόμη ότι «δεν μπορούν οι κυβερνήσεις να συγκροτούν τις [εθνικές] ταυτότητες» και ότι η «συμφωνία αρνείται την συνταγματική κυριαρχία της Μακεδονίας», ενώ επισημαίνουν ότι «η διδασκαλία της ιστορίας θα αποφασίζεται από κυβερνήσεις και όχι από επιστήμονες».

Το κείμενο καταλήγει υποστηρίζοντας ότι η «συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν είναι πιθανό να φέρει κοινωνική και οικονομική πρόοδο ή ασφάλεια στο Μακεδονικό κράτος• κατά μία ειρωνεία, η Ελλάδα παρέχει την καλύτερη απόδειξη αυτού που επιφέρουν οι διεθνείς προσταγές πάνω στην ευρωπαϊκή περιφέρεια».

Το χρονοδιάγραμμα της υλοποίησης και τα κυβερνητικά διλήμματα

Οι προβλέψεις της συμφωνίας δίνουν αρκετό περιθώριο στην ελληνική κυβέρνηση. Προέχουν οι διαδικασίες στην ίδια την ΠΓΔΜ. Πρώτα το δημοψήφισμα, στις 30 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια η ολοκλήρωση των συνταγματικών και θεσμικών αλλαγών που έχουν συμφωνηθεί έως τον Ιανουάριο.

Μόνο τότε θα κληθεί η κυβέρνηση να φέρει την όποια συμφωνία προς έγκριση στη Βουλή, σε μια διαδικασία για την οποία η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει τους όρους να την ολοκληρώσει με επιτυχία.

Βέβαια, είναι σαφές ότι η όλη διαδικασία θα αποτελέσει αντικειμενικά έναν κραδασμό στην κυβέρνηση, εκτός και εάν ούτως ή άλλως ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ επιθυμούν να δώσουν ένα στίγμα διαφοροποίησης και πάνω σε αυτό να οικοδομήσουν και τις αντίστοιχες προεκλογικές εκστρατείες τους.

Άλλωστε, είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κάνει εκλογές υπερασπιζόμενος το «αριστερό πρόσημο» και το αίτημα για μια «προοδευτική συσπείρωση», με την πίεση κυρίως προς το χώρο της κεντοαριστεράς, παρά να επαναλάβει μια «αντιμνημονιακή συσπείρωση» με ένα δεξιό κόμμα, σε μια συγκυρία όπου, τυπικά τουλάχιστον, δεν υπάρχουν μνημόνια.

Από την άλλη μεριά, όσο θα πλησιάζουμε σε αυτή τη στιγμή, τόσο το θέμα θα φορτίζει ξανά την εσωτερική πολιτική συζήτηση.

Άλλωστε, όπως δείχνει και η στάση της διεθνούς κοινότητας μέχρι τώρα η συμφωνία σαφώς περιλαμβάνει ως συμβιβασμό την παραχώρηση της «σύνθετης ονομασίας» από τους γείτονες και την έστω και έμμεση αποδοχή από την Ελλάδα μιας διεκδίκησης της «μακεδονικής» ταυτότητας από την ΠΓΔΜ, έστω και με την υπογράμμιση ότι άλλο ιθαγένεια και άλλο εθνότητα.

Παρότι από διάφορες πλευρές αυτός ο συμβιβασμός έχει παρουσιαστεί και αναγκαίος και ο μόνος εφικτός για μια εκκρεμότητα δεκαετιών, εντούτοις δεν είναι βέβαιο ότι σε μια προεκλογική περίοδο τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα διευκολύνουν την κυβέρνηση ή εάν αντίθετα θα επιμείνουν σε μια επιφυλακτική ή και απορριπτική στάση, ιδίως από τη στιγμή που η κοινή γνώμη δείχνει να κινείται σε ανάλογη κατεύθυνση.

Αυτό θα κρίνει τελικά και εάν η κυβέρνηση θα πιστωθεί μια σημαντική επιτυχία ή μία διχαστική επιλογή.