Έμμετρες σκέψεις από και προς το πουθενά

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ

 

Γέμισε ως τα πάνω η ψυχή,

μπαΐλντισε στο ψέμα η καρδιά.

Σαν την ομπρέλα στη βροχή

ανοίγω,  ν΄ αποφύγω τη ματιά.

 

Κι ως περίμεναν  το θαύμα να γενεί,

τα ύψη που της άρμοζαν να βρει,

χρόνια πολλά ταμένη στη Μονή,

τι κι αν άλλοι δεν το πίστεψαν στιγμή,

 

Κύλησε πιο κάτω από το μηδέν!

Ζητώντας τρόπο ν΄ ανεβεί,

Έπιασε πάτο σε άπατο βαρέλι  και δεν

ξέρει πια, από πού και πώς να βγει!

 

Κι ανεβαίνοντας ολούθε ανοικτή,

Απρόβλεπτη   σκυθρωπή και μοναχή,

μένεις απόμακρη συνάμα και μουντή

Κι  ό,τι ποτέ δεν άρχισε, για να γενεί.

 

Κι ύστερα, κλείνοντας τα μάτια εις το φως,

είπες πως άλλοι φταίγανε πολύ,

μα το πιο περίεργο είναι πως

στο τέλος το επίστεψες και συ!